εργασιολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εργασιολογία ουδέτερο
- η επιστήμη / μελέτη της ανθρώπινης εργασίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εργασιολογία
|