εργατοτεχνίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eɾ.ɣa.to.teˈxni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ερ‐γα‐το‐τε‐χνί‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εργατοτεχνίτης αρσενικό
- (επάγγελμα) εργάτης με ειδίκευση σε κάποιο αντικείμενο
- ( στον πληθυντικό) εργατοτεχνίτες: εργάτες και τεχνίτες μαζί ως σύνολο
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εργατοτεχνίτης
|
[επεξεργασία]
- ↑ εργατοτεχνίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.