εργοδικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργοδικότητα οι εργοδικότητες
      γενική της εργοδικότητας των εργοδικοτήτων
    αιτιατική την εργοδικότητα τις εργοδικότητες
     κλητική εργοδικότητα εργοδικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εργοδικότητα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ergodicity < αρχαία ελληνική ἔργον + ὁδός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εργοδικότητα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]