εργοδότησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]εργοδότησης θηλυκό
- γενική ενικού του εργοδότηση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- εργοδοτήσεως (λόγιο)
εργοδότησης θηλυκό