εργοστασιάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | εργοστασιάρχης | οι | εργοστασιάρχες |
γενική | του του/της |
εργοστασιάρχη εργοστασιάρχου |
των | εργοστασιάρχών |
αιτιατική | τον/την | εργοστασιάρχη | τους/τις | εργοστασιάρχες |
κλητική | εργοστασιάρχη | εργοστασιάρχες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εργοστασιάρχης < εργοστάσι(ο) + -άρχης. Η ελληνιστική ἐργοστασιάρχης, προϊσάμενος εργαστηρίου.[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εργοστασιάρχης αρσενικό ή θηλυκό
- που είναι ιδιοκτήτης εργοστασίου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εργοστάσιο, άρχω, έργο και στάση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εργοστασιάρχης
[επεξεργασία]
- ↑ «εργοστασιάρχης» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.