ερείπωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ερείπωση | οι | ερειπώσεις |
γενική | της | ερείπωσης* | των | ερειπώσεων |
αιτιατική | την | ερείπωση | τις | ερειπώσεις |
κλητική | ερείπωση | ερειπώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ερειπώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερείπωση < μεσαιωνική ελληνική ἐρείπωσις < ελληνιστική κοινή ἐρειπόω / ἐρειπῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ερείπωση θηλυκό
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ερειπώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερείπωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)