ερεθιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερεθιστικός < αρχαία ελληνική ἐρεθιστικός < ἐρεθίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ɾe.θi.stiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ερεθιστικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ερεθιστικά
- ερεθιστικότητα
- → δείτε τη λέξη ερεθίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερεθιστικός