ερημητήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερημητήριο < (καθαρεύουσα) ερημητήριον < ερημίτης[1] + -τήριον (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ermitage < ermite < λατινικά eremita < (ελληνιστική κοινή) ἐρημίτης < αρχαία ελληνική ἔρημος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ερημητήριο ουδέτερο
- το μέρος όπου αποσύρεται ένας ερημίτης
- (κατʼ επέκταση) το μέρος όπου αποσύρεται κάποιος για να απομονωθεί από τον κόσμο
- ※ Το σπίτι του ήταν σωστό ερημητήριο, αφού, αν εξαιρεθεί η ετήσια οικογενειακή εισβολή, δεν τον επισκεπτόταν ποτέ κανείς. (Απόστολος Δοξιάδης (1992) Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ [μυθιστόρημα])
- ≈ συνώνυμα: ησυχαστήριο
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ↑ το η (ερημητήριο) αναλογικά με άλλες λέξεις σε -ητήριο: ασκητήριο, προσκλητήριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)