ερημώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ερημώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ερημώνω < αρχαία ελληνική ἐρημόω + -ώνω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈɾi.mo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ρη‐μώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

ερημώνω (παθητική φωνή: ερημώνομαι)

  1. (αμετάβατο) αδειάζω από κατοίκους, μένω χωρίς πληθυσμό
  2. (μεταβατικό) κάνω έναν τόπο έρημο, συνήθως μόνο από πληθυσμό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]