ερμίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ερμίνα | οι | ερμίνες |
γενική | της | ερμίνας | των | ερμινών |
αιτιατική | την | ερμίνα | τις | ερμίνες |
κλητική | ερμίνα | ερμίνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερμίνα < (λόγιο δάνειο) γαλλική hermine + κατάληξη θηλυκού -α < λατινική Armenius < αρχαία ελληνική Ἀρμένιος[1]. Δείτε και άλλες εκδοχές στο ermine στο αγγλικό Βικιλεξικό
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eɾˈmi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ερ‐μί‐να
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ερμίνα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) μικρό σαρκοφάγο θηλαστικό
- (ενδυμασία) η γούνα αυτού του ζώου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ερμίνα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζώο ερμίνα
[επεξεργασία]
- ↑ ερμίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)