ερμαϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ερμαϊκός | η | ερμαϊκή | το | ερμαϊκό |
γενική | του | ερμαϊκού | της | ερμαϊκής | του | ερμαϊκού |
αιτιατική | τον | ερμαϊκό | την | ερμαϊκή | το | ερμαϊκό |
κλητική | ερμαϊκέ | ερμαϊκή | ερμαϊκό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ερμαϊκοί | οι | ερμαϊκές | τα | ερμαϊκά |
γενική | των | ερμαϊκών | των | ερμαϊκών | των | ερμαϊκών |
αιτιατική | τους | ερμαϊκούς | τις | ερμαϊκές | τα | ερμαϊκά |
κλητική | ερμαϊκοί | ερμαϊκές | ερμαϊκά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερμαϊκός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]ερμαϊκός
- που σχετίζεται με τον θεό Ερμή
- που σχετίζεται με έρμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ερμαϊκός
|