ερουκικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερουκικός < (λόγιο δάνειο) αγγλική erucic
Επίθετο
[επεξεργασία]ερουκικός
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)