ερπυσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ερπυσμός | οι | ερπυσμοί |
γενική | του | ερπυσμού | των | ερπυσμών |
αιτιατική | τον | ερπυσμό | τους | ερπυσμούς |
κλητική | ερπυσμέ | ερπυσμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερπυσμός < ελληνιστική κοινή ἑρπυσμός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eɾ.piˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ερ‐πυ‐σμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ερπυσμός αρσενικό
- (μηχανική, φυσική) φαινόμενο κατά το οποίο ένα στερεό σώμα, στο οποίο ασκείται μια σταθερή δύναμη, παραμορφώνεται αργά και σταθερά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ερπυσμός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μηχανική (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)