ερρέτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐρρέτω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ερρέτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐρρέτω, γ΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεστώτα του ἔρρω

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ερρέτω!

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]