ερρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερρωμένος < αρχαία ελληνική ἐρρωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ῥώννυμι
Μετοχή[επεξεργασία]
ερρωμένος, -η, -ο
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ρώμη