ερρωμένως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερρωμένως < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
ερρωμένως
- με δύναμη, θάρρος, ανδρεία, αποφασιστικότητα, σθένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερρωμένως
|