ερρύθμως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ερρύθμως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐρρύθμως [1] < ἔρρυθμος < αρχαία ελληνική ἔνρυθμος. Συγχρονικά αναλύεται σε έρρυθμ(ος) + -ως.

Επίρρημα[επεξεργασία]

ερρύθμως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. {{Π:ΛΟΓΕΙΟΝ|ἐρρύθμως

Πηγές[επεξεργασία]

  • «έρρυθμος (& ερρύθμως)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)