ερυθρόλευκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ερυθρόλευκος, -η, -ο
- που έχει ερυθρό και λευκό χρώμα
- οπαδός της ομάδας του Ολυμπιακού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερυθρόλευκος
|