ερυθρόλευκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερυθρόλευκος η ερυθρόλευκη το ερυθρόλευκο
      γενική του ερυθρόλευκου της ερυθρόλευκης του ερυθρόλευκου
    αιτιατική τον ερυθρόλευκο την ερυθρόλευκη το ερυθρόλευκο
     κλητική ερυθρόλευκε ερυθρόλευκη ερυθρόλευκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερυθρόλευκοι οι ερυθρόλευκες τα ερυθρόλευκα
      γενική των ερυθρόλευκων των ερυθρόλευκων των ερυθρόλευκων
    αιτιατική τους ερυθρόλευκους τις ερυθρόλευκες τα ερυθρόλευκα
     κλητική ερυθρόλευκοι ερυθρόλευκες ερυθρόλευκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ερυθρόλευκος < ερυθρ(ός) + -ο- + λευκός

Επίθετο[επεξεργασία]

ερυθρόλευκος, -η, -ο

  1. που έχει ερυθρό και λευκό χρώμα
  2. οπαδός της ομάδας του Ολυμπιακού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]