ερυσίβη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερυσίβη οι ερυσίβες
      γενική της ερυσίβης των ερυσιβών
    αιτιατική την ερυσίβη τις ερυσίβες
     κλητική ερυσίβη ερυσίβες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ερυσίβη κν καπνιά του καλαμποκιού

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ερυσίβη < αρχαία ελληνική ἐρεύθω < ἐ + ρευθ- ομόρ. με το ἐρυθρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ερυσίβη θηλυκό

φυτοπαθ. μικρομύκητας, παράσιτο που προκαλεί σε πολλά φυτά διάφορες ασθένειες, όπως καπνιά, μπάστρα, σιναπίδι.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]