ερωτήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ερωτήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ερωτώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ερωτώ
  3. θα ερωτήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ερωτώ