ερωτικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερωτικά < ερωτικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ɾo.tiˈka/
Επίρρημα
[επεξεργασία]ερωτικά
- με ερωτικό τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ερωτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ερωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ερωτικό