ερωτοπονεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερωτοπονεμένος < μεσαιωνική ελληνική ερωτοπονεμένος < έρωτας και πονάω
Μετοχή[επεξεργασία]
ερωτοπονεμένος -η -ο
- που το έχει προκαλέσει ψυχικο πόνο ο έρωτας
- ψυχή ερωτοπονεμένη
- βγάνοντας ομπρός τους στεναγμούς θλιμμένους, με ζέση... ερωτοπονεμένους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερωτοπονεμένος
|