εσπέριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἑσπέριος, ἕσπερος, έσπερος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εσπέριος η εσπέρια το εσπέριο
      γενική του εσπέριου της εσπέριας του εσπέριου
    αιτιατική τον εσπέριο την εσπέρια το εσπέριο
     κλητική εσπέριε εσπέρια εσπέριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εσπέριοι οι εσπέριες τα εσπέρια
      γενική των εσπέριων των εσπέριων των εσπέριων
    αιτιατική τους εσπέριους τις εσπέριες τα εσπέρια
     κλητική εσπέριοι εσπέριες εσπέρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εσπέριος < αρχαία ελληνική ἑσπέριος < ἕσπερος

Επίθετο[επεξεργασία]

εσπέριος

  1. εσπερινός, βραδινός
  2. δυτικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]