εσπεραντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εσπεραντικός < εσπεράντ(ο) + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.spe.ɾan.diˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
εσπεραντικός
- σχετικός με τη γλώσσα εσπεράντο, γραμμένος σε αυτή τη γλώσσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εσπεραντικός