εστιάτορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εστιάτορας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑστιάτωρ (οργανωτής συμποσίου) από την αιτιατική ενικού «τὸν ἑστιάτορα» [1] < ἑστιάω < ἑστία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.stiˈa.to.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐στι‐ά‐το‐ρας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εστιάτορας αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που έχει στην ιδιοκτησία του εστιατόριο ή είναι υπεύθυνος γι’ αυτό
- (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης που είναι υπεύθυνος για το στρατιωτικό εστιατόριο, για την προετοιμασία των γευμάτων, την καθαριότητα κ.λπ.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εστιατοριάκι
- εστιατόριο
- ζυθεστιάτορας
- ζυθεστιατόριο
- καφεζυθεστιατόριο
- → δείτε τη λέξη εστία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εστιάτορας
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εστιάτορας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)