εστιακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εστιακά < εστιακ(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
εστιακά
- με εστιακό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εστιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εστιακός