εστιατορικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εστιατορικός η εστιατορική το εστιατορικό
      γενική του εστιατορικού της εστιατορικής του εστιατορικού
    αιτιατική τον εστιατορικό την εστιατορική το εστιατορικό
     κλητική εστιατορικέ εστιατορική εστιατορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εστιατορικοί οι εστιατορικές τα εστιατορικά
      γενική των εστιατορικών των εστιατορικών των εστιατορικών
    αιτιατική τους εστιατορικούς τις εστιατορικές τα εστιατορικά
     κλητική εστιατορικοί εστιατορικές εστιατορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εστιατορικός < εστιατόριο + -ικός < ελληνιστική κοινή ἑστιατόριον < αρχαία ελληνική ἑστιάτωρ

Επίθετο[επεξεργασία]

εστιατορικός

  • (νεολογισμός) που έχει σχέση με εστιατόριο ή αναφέρεται σ’ αυτό
    ※  Σήμερα μας δίνεται η δυνατότητα να απολαύσουμε ένα γεύμα εστιατορικού επιπέδου στο σπίτι μας και να έχουμε, ανά πάσα στιγμή, τα καλύτερα υλικά στα ντουλάπια και στο ψυγείο μας. (www.lifo.gr, 06.11.2020)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]