εστιατορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εστιατορικός < εστιατόριο + -ικός < ελληνιστική κοινή ἑστιατόριον < αρχαία ελληνική ἑστιάτωρ
Επίθετο[επεξεργασία]
εστιατορικός
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με εστιατόριο ή αναφέρεται σ’ αυτό
- ※ Σήμερα μας δίνεται η δυνατότητα να απολαύσουμε ένα γεύμα εστιατορικού επιπέδου στο σπίτι μας και να έχουμε, ανά πάσα στιγμή, τα καλύτερα υλικά στα ντουλάπια και στο ψυγείο μας. (www.lifo.gr, 06.11.2020)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εστιατόριο και εστία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εστιατορικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)