εσχάρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εσχάρωση οι εσχαρώσεις
      γενική της εσχάρωσης* των εσχαρώσεων
    αιτιατική την εσχάρωση τις εσχαρώσεις
     κλητική εσχάρωση εσχαρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εσχαρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εσχάρωση < αρχαία ελληνική ἐσχάρωσις < ἐσχαρόω < ἐσχάρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εσχάρωση θηλυκό

  1. η τοποθέτηση μηχανισμού ή κατασκευής με εσχάρα / σχάρα σε αποχετευτικές εγκαταστάσεις κ.α.
  2. (λόγιο) ο σχηματισμός εσχάρας σε πληγή
     συνώνυμα: κακάδιασμα, καρκάδιασμα, εφελκίδωση
  3. (βοτανική) ασθένεια εσπεριδοειδών από μύκητα
     συνώνυμα: σφακελισμός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]