εσχάτους
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εσχάτους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐσχάτους
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈsxa.tus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐σχά‐τους
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]εσχάτους