εσωκλείστως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εσωκλείστως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐσωκλείστως. Συγχρονικά αναλύεται σε εσώκλειστ(ος) + -ως.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.soˈkli.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐σω‐κλεί‐στως
τονικό παρώνυμο: εσώκλειστος

Επίρρημα[επεξεργασία]

εσωκλείστως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]