εσωτερικεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εσωτερικεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
εσωτερικεύω
- απορροφώ γνώσεις ή ιδέες σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπουν στο υποσυνείδητο και από εκεί να επηρεάζουν τις σκέψεις και τις ενέργειές μου
- όταν εσωτερικεύσεις τους κανόνες της γραμματικής της αγγλικής, θα τη μιλάς πιο άνετα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εσωτερικεύω