Μετάβαση στο περιεχόμενο

εσώρουχο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εσώρουχο τα εσώρουχα
      γενική του εσωρούχου
& εσώρουχου
των εσωρούχων
    αιτιατική το εσώρουχο τα εσώρουχα
     κλητική εσώρουχο εσώρουχα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εσώρουχο < εσω(τερικό) + ρούχο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εσώρουχο ουδέτερο

  • ρούχα μεταξύ γυμνού σώματος & εξωτερικών ρούχων

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]