εσώρουχο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εσώρουχο < εσω(τερικό) + ρούχο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εσώρουχο ουδέτερο
- ρούχα μεταξύ γυμνού σώματος & εξωτερικών ρούχων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εσώρουχο
|