εσώτατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εσώτατος η εσώτατη το εσώτατο
      γενική του εσώτατου της εσώτατης του εσώτατου
    αιτιατική τον εσώτατο την εσώτατη το εσώτατο
     κλητική εσώτατε εσώτατη εσώτατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εσώτατοι οι εσώτατες τα εσώτατα
      γενική των εσώτατων των εσώτατων των εσώτατων
    αιτιατική τους εσώτατους τις εσώτατες τα εσώτατα
     κλητική εσώτατοι εσώτατες εσώτατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εσώτατος < επίρρημα έσω + κατάληξη υπερθετικού βαθμού -τατος

Επίθετο[επεξεργασία]

εσώτατος, -η, -ο

  1. που βρίσκεται στο ακρότατο εσωτερικό σημείο
    οι ερευνητές έφτασαν στο εσώτατο σημείο του σπηλαίου
  2. (μεταφορικά) ο βαθύτερος
    τα εσώτατα στοιχεία της ταυτότητας των λαών της Ευρώπης αποτελούν ισχυρούς κρίκους ...

Μεταφράσεις[επεξεργασία]