εσώψυχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εσώψυχος η εσώψυχη το εσώψυχο
      γενική του εσώψυχου της εσώψυχης του εσώψυχου
    αιτιατική τον εσώψυχο την εσώψυχη το εσώψυχο
     κλητική εσώψυχε εσώψυχη εσώψυχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εσώψυχοι οι εσώψυχες τα εσώψυχα
      γενική των εσώψυχων των εσώψυχων των εσώψυχων
    αιτιατική τους εσώψυχους τις εσώψυχες τα εσώψυχα
     κλητική εσώψυχοι εσώψυχες εσώψυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εσώψυχος < εσώ- + -ψυχος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈso.psi.xos/

Επίθετο[επεξεργασία]

εσώψυχος, -ή, -ο

  1. (για επιθυμίες, συναισθήματα κ.λπ.) που υπάρχει μέσα στην ψυχή κάποιου, συνήθως ανεκδήλωτος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) εσώψυχα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]