εταιρικός καπιταλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εταιρικός καπιταλισμός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική corporate capitalism, → δείτε τις λέξεις εταιρικός και καπιταλισμός
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
εταιρικός καπιταλισμός αρσενικό
- (κοινωνικές επιστήμες, οικονομία) η καπιταλιστική αγορά, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς εργασίας, στην οποία κυριαρχούν μεγάλες, ιεραρχικά και γραφειοκρατικά δομημένες ανώνυμες εταιρείες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- εταιρικός κεφαλαιοκρατισμός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- corporate capitalism στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εταιρικός καπιταλισμός