εταιρικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εταιρικώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑταιρικῶς < ἑταιρικός. Συγχρονικά αναλύεται σε εταιρικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

εταιρικώς

  1. (παρωχημένο, λόγιο) συνεταιρικά
  2. (παρωχημένο, λόγιο) εταιρικά, μέσω εταιρείας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • «εταιρικός (& εταιρικά, -ώς)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)