ετασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ετασμός | οι | ετασμοί |
γενική | του | ετασμού | των | ετασμών |
αιτιατική | τον | ετασμό | τους | ετασμούς |
κλητική | ετασμέ | ετασμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετασμός < ἐτασμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ετασμός αρσενικό
- κρίση
- δοκιμασία
- εξέταση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετασμός
|