ετεραρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ετεραρχία θηλυκό
- (λόγιο) η αιτιοκρατία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετεραρχία
|
ετεραρχία θηλυκό
|