ετεροαπασχολούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετεροαπασχολούμαι < ετερο- + απασχολούμαι
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ετεροαπασχολούμαι
- απασχολούμαι σε εργασία που δεν είναι αντίστοιχη με τις σπουδές ή τα προσόντα μου ή σε εργασία που δεν είναι η βασική και κύρια
- ※ Mάστιγα η ετεροαπασχόληση. (…) Μόνο μέσα στο 2006 αναμένεται ότι 13.000-14.000 νέοι πτυχιούχοι θα προστεθούν στους περισσότερους από 70.000 άνεργους, υποαπασχολούμενους ή ετεροαπασχολούμενους δικηγόρους, γιατρούς, φιλόλογους, θεολόγους, νηπιαγωγούς, γυμναστές, δημοσιογράφους και κοινωνιολόγους! (…) Το 2005 υπολογίζεται ότι πάνω από 12.000 είναι οι άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι και ετεροαπασχολούμενοι πτυχιούχοι γυμναστές, ενώ πάνω από 3.000 εκτιμούνται οι άνεργοι πτυχιούχοι Θεολογίας ενώ άλλοι τόσοι υποαπασχολούνται ή ετεροαπασχολούνται. (εφ. Τα Νέα, 31/10/2005)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ετεροαπασχόληση
- ετεροαπασχολούμενος
- → δείτε τις λέξεις έτερος, απασχολούμαι, ασχολία και σχόλη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετεροαπασχολούμαι
|