ετεροαπασχόληση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετεροαπασχόληση οι ετεροαπασχολήσεις
      γενική της ετεροαπασχόλησης* των ετεροαπασχολήσεων
    αιτιατική την ετεροαπασχόληση τις ετεροαπασχολήσεις
     κλητική ετεροαπασχόληση ετεροαπασχολήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ετεροαπασχολήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ετεροαπασχόληση < ετερο- + απασχόληση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.te.ɾo.a.paˈsxo.li.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ετεροαπασχόληση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]