ετερογονία
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ετερογονία | ετερογονίες |
γενική | ετερογονίας | ετερογονιών |
αιτιατική | ετερογονία | ετερογονίες |
κλητική | ετερογονία | ετερογονίες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετερογονία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική heterogony < γερμανική Heterogonie < hetero- (<ἑτερο-) + -gony (< αρχαία ελληνική γόνος) + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ετερογονία θηλυκό
- (βιολογία) ετερογένεση
- (βιολογία) η διάφορη και μη κανονική ανάπτυξη διαφορετικών τμημάτων ενός οργανισμού
- (γλωσσολογία) η περίπτωση που μια ελληνογενής ξένη λέξη λαμβάνει διαφορετική -ή ακόμα και αντίθετη- σημασία από την αντίστοιχή της ελληνική
- Πρόκειται για μιαν ακόμα περίπτωση “ετερογονίας” (έτσι το είχε πει ο Θ. Τάσιος), με ελληνογενή αγγλική λέξη που έχει όμως πάρει διαφορετική σημασία από την υποτιθέμενη πανομοιότυπη αντίστοιχη ελληνική. Κι όπως το empathy δεν μεταφράζεται “εμπάθεια” (αλλά περίπου το αντίθετο) και ο sycophant δεν είναι ο συκοφάντης αλλά ο κόλακας (ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ ακόμα), έτσι και το dramatic στην προκειμένη περίπτωση δεν μεταφράζεται “δραματικός”, αλλά “εντυπωσιακός”. ([1])
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (φιλοσοφία) η αρχή της ετερογονίας των σκοπών: οι άνθρωποι συχνά καταλήγουν να εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς από εκείνους που συνειδητά αρχικά επιδιώκουν
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ελληνογενής ξένος όρος, που πλάστηκε το 1886 από τον Γερμανό ψυχολόγο και φιλόσοφο Wilhelm Maximilian Wundt (16 Αυγούστου 1832 – 31 Αυγούστου 1920) στο έργο του Ethik, (εκδ. Enke, Στουτγκάρδη 1886): Das Prinzip der Heterogonie der Zwecke (η αρχή της ετερογονίας των σκοπών)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετερογονία