ετερομορφισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετερομορφισμός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hétéromorphisme
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ετερομορφισμός αρσενικό χωρίς πληθυντικό
- η ετερομορφία, το φαινόμενο κατά το οποίο ζώα, φυτά ή ορυκτά του ίδιου είδους εμφανίζονται με περισσότερες από μία μορφές
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετερομορφισμός