ετερο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ετερο- < αρχαία ελληνική ἑτερο- < ἕτερος
Πρόθημα[επεξεργασία]
- πρώτο συνθετικό σύνθετων επιθέτων που δηλώνει ότι το παραγόμενο είναι διαφορετικό από το δεύτερο συνθετικό
- ετεροδημότης
- Αντώνυμα: ομο-, ομοιο-