ετερόδοξος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ετερόδοξος, -η, -ο
- που ακολουθεί διαφορετικό θρησκευτικό δόγμα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- οι Καθολικοί, οι Ορθόδοξοι, οι Προτεστάντες είναι μεταξύ τους ετερόδοξοι Χριστιανοί, ενώ οι Μουσουλμάνοι, οι Εβραίοι, οι Χριστιανοί είναι μεταξύ τους αλλόθρησκοι.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετερόδοξος