ετερόρρυθμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετερόρρυθμος < ετερό- + ρυθμός (ρυθμός με ρρ. Διαφορετική η ελληνιστική κοινή ἑτερόρρυθμος (με άλλο σφυγμό[1] < αρχαία ελληνική ἕτερος + ῥυθμός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.teˈɾo.ɾi.θmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐τε‐ρόρ‐ρυ‐θμος
Επίθετο[επεξεργασία]
ετερόρρυθμος, -η, -ο
- που έχει διαφορετικό ρυθμό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετερόρρυθμος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ετερόρρυθμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας