ετερότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετερότητα οι ετερότητες
      γενική της ετερότητας των ετεροτήτων
    αιτιατική την ετερότητα τις ετερότητες
     κλητική ετερότητα ετερότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ετερότητα < ουσ. του έτερος (=άλλος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ετερότητα θηλυκό

  1. (φιλοσ.) η ιδιότητα του «διαφέρειν» στο πνεύμα (όπως ορίζεται κατά την αριστοτελική συγκρότηση)
  2. (κοινωνιολογία) είναι η διαφορετικότητα κατά την οποία, το «εγώ» το οποίο όταν νοιώθει άνετα και εντάσσεται στο «εμείς» (πράγμα που υπονοεί μια άνεση του «εμείς» ως προς το «εγώ») μπορεί να προσδιοριστεί σε σχέση με το «άλλο» αποκλείοντας το τελευταίο. Όταν πια υπάρχει «εμείς» έχουμε τη δημιουργία μιας συλλογικής οντότητας.
  3. (διεθνείς σχέσεις) έχει να κάνει με το συλλογικό επίπεδο των «εγώ» όπου βρίσκουν κοινά στοιχεία και συνενώνονται σχηματίζοντας διακριτές οντότητες - τα έθνη, τις «εμείς». Τα μεγέθη αυτά των συλλογικών οντοτήτων - εθνών - διαφέρουν και τα «εμείς» τους αυτοπροσδιορίζονται σε σχέση με «άλλες» διακριτές οντότητες - έθνη, των οποίων τα μέλη μετέχουν και μεταλαμβάνουν στα κοινά γνωρίσματα.
    Σ' όλες τις ιστορικές εποχές κοινό πεδίο τόσο των διεθνιστικών όσο και των κοσμοθεωρητικών υπερβατικών θεωρήσεων είναι ότι απορρίπτουν την οργάνωση του διεθνούς χώρου σε ξεχωριστές ανεξάρτητες-κυρίαρχες μονάδες, δηλαδή απορρίπτουν την πολιτική και κοινωνική ετερότητα. [...] Διεθνιστική-υπερεθνική υπέρβαση της ετερότητας επιζητούσαν οι Πέρσες, στη συνέχεια οι μακεδόνες βασιλείς, οι ρωμαίοι αυτοκράτορες, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, οι φιλελεύθεροι διεθνιστές, οι γάλλοι επαναστατικοί, οι κομμουνιστές και οι ναζιστές. - Παναγιώτης Ήφαιστος (2001) Κοσμοθεωρητική ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας, Εκδ. Ποιότητα, σελ. 203

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]