ετησίες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ετήσιες

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι ετησίες
      γενική των ετησίων*
    αιτιατική τους ετησίες
     κλητική ετησίες
• Η γενική πληθυντικού δεν τονίζεται στη λήγουσα, αλλά στην παραλήγουσα.
Ήταν μία εξαίρεση της 1ης κλίσης στα αρχαία ελληνικά. Δείτε «οἱ ἐτησίαι».
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ετησίες < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἱ ἐτησίαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.tiˈsi.es/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐τη‐σί‐ες
τονικό παρώνυμο: ετήσιες

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ετησίες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]