ετικέτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετικέτα οι ετικέτες
      γενική της ετικέτας των ετικετών
    αιτιατική την ετικέτα τις ετικέτες
     κλητική ετικέτα ετικέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ετικέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική etichetta < γαλλική étiquette < μέση γαλλική estiquette < παλαιά γαλλική estiquette, < φραγκική *stikkan < πρωτογερμανική *stikaną / *stikōną *staikijaną < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *stig- / **steyg-
για το πρωτόκολλο συμπεριφοράς < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική étiquette[1]
για την πληροφορική < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική tag

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.tiˈce.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐τι‐κέ‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ετικέτα θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) μικρό κομμάτι χαρτιού στο οποίο αναγράφονται συνοπτικές πληροφορίες
    κόλλησε στο φάκελο μια ετικέτα, για να μπορείς να θυμάσαι εύκολα τα περιεχόμενα
  2. (μεταφορικά) στερεότυπος χαρακτηρισμός
    δεν μου αρέσει να κολλάω ετικέτες στους ανθρώπους
  3. κανόνες καλής συμπεριφοράς
     συνώνυμα: πρωτόκολλο, σαβουάρ φερ (savoir faire)
  4. (πληροφορική) tag: είναι η σήμανση (markup) που ορίζει ένα στοιχείο σε μια γλώσσα σήμανσης, όπως οι ετικέτες <h1> και </h1> στο στοιχείο: <h1>Μια επικεφαλίδα ... </h1> της HTML

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]