ετσιθελικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ετσιθελικά < ετσιθελικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ετσιθελικά
- με το "έτσι θέλω", επιβάλλοντας αυταρχικά την άποψη κάποιου ή την επιθυμία του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετσιθελικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ετσιθελικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ετσιθελικό