ετσιθελισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ετσιθελισμός οι ετσιθελισμοί
      γενική του ετσιθελισμού των ετσιθελισμών
    αιτιατική τον ετσιθελισμό τους ετσιθελισμούς
     κλητική ετσιθελισμέ ετσιθελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ετσιθελισμός < έτσι + θέλ(ω) + -ισμός[1] < μέρος της φράσης με το έτσι θέλω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.t͡si.θe.liˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐τσι‐θε‐λι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ετσιθελισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]